μακροκονίδιο

μακροκονίδιο
το (μυκητ.)
1. ασυνήθιστα μακρύ ή μεγάλο κονίδιο
2. καθένα από τα μεγαλύτερου μεγέθους κονίδια ενός μύκητα, σε αντιδιαστολή με τα μικροκονίδιά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”